Σάμη

Η αρχαία Σάμη ιδρύθηκε στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλονιάς, στην περιφέρεια ενός ευρύχωρου κόλπου και σε μία ιδιαίτερα νευραλγική θέση, απέναντι από τον κορινθιακό κόλπο. Η εύφορη πεδιάδα, που την περιβάλλει, με το χείμαρρο που τη διασχίζει και τα όρη Ρούδι και Ευμορφία συμπληρώνουν την γεωμορφολογική εικόνα της περιοχής, που συνέβαλε στην ενασχόληση των κατοίκων με τη θάλασσα, τη γεωργία, την κτηνοτροφία και  το κυνήγι, ενώ οι ίδιοι θα είχαν μερίδιο στην εκμετάλλευση της κεφαλληνιακής ελάτης, ιδανική για την κατασκευή πολεμικών πλοίων. Η αδιάκοπη ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή διαπιστώνεται από τους ΠΕ (Πρωτοελλαδικούς) χρόνους, ωστόσο, η εξέλιξη της Σάμης σε μία από τις τέσσερις πόλεις κράτη του νησιού – Σάμη, Κράνη, Πάλη, Πρόννοι – ανάγεται γύρω στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.: «κεῖται δὲ ἡ Κεφαλληνίαν κατά Ἀκαρνανίαν και Λευκάδα, τετράπολις οὖσα, Παλη̃ς, Κράνιοι, Σαμαῖοι, Προνναῖοι» (Θουκυδίδης ΙΙ,30,2). Τότε φαίνεται να ξεκινά η κοπή νομισμάτων και η ανέγερση οχύρωσης για την προστασία των κατοίκων της Σάμης, απαραίτητες προϋποθέσεις για την αυτόνομη λειτουργία μιας πόλης κράτους. Στην επικράτειά της φαίνεται ότι θα εντασσόταν το ΒΑ τμήμα του νησιού, περιλαμβάνοντας εκτός από την πεδιάδα της Σάμης, την κοιλάδα των Κουλουράτων, την  κοιλάδα της Πυλάρου και τη χερσόνησο της Ερίσου. Οι οικιστικοί πυρήνες τοποθετούνταν στις δυτικές υπώρειες των λόφων της ακρόπολης «Κυάτις» ή «Άγιοι Φανέντες» και «arx major – μεγάλη ακρόπολη» ή «Παλαιόκαστρο», και τα τέσσερα νεκροταφεία της εκτείνονταν περιμετρικά της (βόρεια, νότια, ανατολικά και δυτικά).

Γενικότερα, η θέση του νησιού, στις θαλάσσιες διαδρομές από και προς τη Δύση, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της ιστορίας των τεσσάρων πόλεων του, οι κάτοικοι των οποίων αναγκάστηκαν κατά καιρούς, είτε από κοινού, είτε ξεχωριστά, να συμμετέχουν σε συνασπισμούς εναντίον σημαντικών αντιπάλων. ἡ γὰρ Κεφαλληνία κεῖται μὲν κατὰ τὸν Κορινθιακὸν κόλπον ὡς εἰς τὸ Σικελικὸν ἀνατείνουσα πέλαγος, ἐπίκειται δὲ τῆς μὲν Πελοποννήσου τοῖς πρὸς ἄρκτον καὶ πρὸς ἑσπέραν μέρεσι κεκλιμένοις καὶ μάλιστα τῇ τῶν Ἠλείων χώρᾳ, τῆς δ’ Ἠπείρου καὶ τῆς Αἰτωλίας ἔτι δὲ τῆς Ἀκαρνανίας τοῖς πρὸς μεσημβρίαν καὶ πρὸς τὰς δύσεις μέρεσιν ἐστραμμένοις» (Πολύβιος: Ἱστορίαι 5.3.9 – 5.3.10). Είναι γνωστή για παράδειγμα η συμμετοχή του στόλου των Κεφαλλήνων σε δράσεις των Αιτωλών κατά τη διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου (220-217 π.Χ.), (Πολύβιος: Ἱστορίαι 4.6.1 – 4.6.2, 4.6.8), αφού προηγουμένως το 226 π.Χ. η Κεφαλονιά προσαρτήθηκε, όπως φαίνεται, στο Αιτωλικό Κοινό.

Η στρατηγική θέση της Κεφαλονιάς ήταν και η κύρια αιτία της κατάληψής της από τους Ρωμαίους, για τους οποίους τα νησιά του Ιονίου θα γίνονταν το προγεφύρωμά τους για τις επεκτατικές βλέψεις τους προς την Ανατολή. Τα γεγονότα πριν και μετά την κατάληψη των πόλεων περιγράφονται από τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο (Λίβιος 38.28.5 – 38.30). Οι κάτοικοι της Σάμης ήταν οι μόνοι που αντιστάθηκαν στη ρωμαϊκοί απειλή. Το 189 π.Χ., παρόλο, που όπως και οι κάτοικοι των τριών άλλων πόλεων, αρχικά δέχτηκαν να παραδοθούν στο Ρωμαίο Ύπατο Marcus Fulvius Nobili και να δώσουν 20 ομήρους, ξαφνικά άλλαξαν γνώμη και κλείστηκαν στα τείχη τους, όπου για τέσσερις μήνες αντιστάθηκαν σθεναρά στη ρωμαϊκή πολιορκία. Ίσως, έχοντας επίγνωση της προνομιακής θέσης της πόλης τους θεώρησαν ότι οι Ρωμαίοι θα τους εξανάγκαζαν να την εγκαταλείψουν. Τελικά, τον Ιανουάριο του 188 π.Χ. οι Ρωμαίοι με τη βοήθεια Αχαιών σφενδονητών κατάφεραν να εισχωρήσουν στην Κυάτιδα και να καταλάβουν την πόλη, την οποία και λεηλάτησαν. Οι κάτοικοι της εξανδραποδίστηκαν και τοποθετήθηκε ρωμαϊκή φρουρά. Ο πλούτος και η στρατιωτική δύναμη της κατεστραμμένης πόλης περιγράφεται στα λάφυρα που έφερε στη Ρώμη ο Marcus Fulvius στο θρίαμβό του το 187 π.Χ. (Λίβιος 39.5.13 – 39.5.17).

Η πτώση Σάμης σήμανε την ολοκληρωτική παράδοση του νησιού στους Ρωμαίους και την μετάβασή του σε μία περίοδο παρακμής, που φαίνεται ότι ξεπεράστηκε σύντομα, εφόσον τα ανασκαφικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι οι πόλεις αναπτύσσονται εκ νέου.

Η αναγέννηση που γνωρίζει η Σάμη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αποτυπώνεται στα μνημεία που αποκαλύπτονται κάτω από τη σύγχρονη πόλη. Η ρωμαϊκή πόλη εκτεινόταν πια και έξω από την οχύρωση της κλασικής και ελληνιστικής και την εικόνα της συνθέτουν λουτρικά συγκροτήματα, δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, που συχνά κοσμούνται με ψηφιδωτά δάπεδα, εργαστηριακές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις και χώροι που σχετίζονται με το εμπόριο. Οι αρχιτεκτονικοί τύποι και οι δομές που ακολουθούνται, αλλά και τα ευρήματα των ανασκαφών μαρτυρούν επιρροές από γνωστά μεγάλα κέντρα της κυρίως Ελλάδας και της Ιταλίας, αλλά και έντονη εμπορική δραστηριότητα με διακίνηση προϊόντων από και προς τα κέντρα αυτά.

Έκτοτε, η πόλη εξακολουθεί να κατοικείται αδιάλειπτα και οι αλλαγές που υφίσταται στο πέρασμα του χρόνου καταγράφονται στα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης και τα μεταγενέστερα μνημεία της.

Μνημεία

Το τείχος που κατέρχεται τη νότια πλαγιά του «Παλιόκαστρου», «arx major». The fortification wall running down the south slope of the “Paliokastro” or “Αrx Μajor” hill.

Ακρόπολη Σάμης

Τμήμα ρωμαϊκού λιμενοβραχίονα, διακρίνεται λίγο στο βόρειο τμήμα του κόλπου της Σάμης.

Λιμάνι Σάμης

Στο ακίνητο ιδιοκτησίας ΟΤΕ ερευνήθηκε ένας περίβολος του 1ου αι. π.Χ. – 1ου αι. μ.Χ. Κάτω από τμήμα του περιβόλου εντοπίστηκε τμήμα προγενέστερου, ελληνιστικού περιβόλου.

Νεκροταφεία Σάμης

Το σπήλαιο της Μελισσάνης στην περιοχή Καραβομύλου.

Σπήλαιο Μελισσάνης

Κτήρια ρωμαϊκών χρόνων μπροστά από τμήμα του προγενέστερου (ελληνιστικού) παράλιου τείχους της πόλης.

Ρωμαϊκός πυρήνας της Σάμης

Το κρηναίο οικοδόμημα στο βόρειο τμήμα της Σάμης.

Κρηναίο

Τα κατάλοιπα της Ιεράς Μονής των Αγίων Φανέντων στο εσωτερικό της αρχαίας οχύρωσης.

Άγιοι Φανέντες

Λουτρά επί της οδού Διχαλίων. Θέση Λουτρό Σάμης.

Ρωμαϊκά λουτρά Σάμης

Βασιλική Αγίου Δημητρίου