Η ακρόπολη της Σάμης στους λόφους Κυάτις – Άγιοι Φανέντες και Παλαιόκαστρο – Arx Major.

Η ακρόπολη της Σάμης στους λόφους Κυάτις – Άγιοι Φανέντες και Παλαιόκαστρο – Arx Major.
Η ακρόπολη της Σάμης από ανατολικά/ ΒΑ: ο λόφος Παλαιόκαστρο – Arx Major και στο βάθος , στα νότια ο λόφος Κυάτις – Άγιοι Φανέντες πάνω από τον κόλπο της Σάμης.
Η τοπογράφηση της ακρόπολης της Σάμης από τον Άγγλο γεωγράφο Ιωσήφ Παρτς (η έρευνά του σε όλο το νησί και την Ιθάκη πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 1886-
1890). (Partsch, J. Franz Maria, Kephallenia und Ithaka: Eine geographische Monographie, Gotha, 1890)
Το τείχος που κατέρχεται τη νότια πλαγιά του «Παλιόκαστρου», «arx major».
Τμήμα του βόρειου σκέλους του τείχους, που ανεγέρθηκε μεταξύ των ετών 375-350 π.Χ.
Τμήμα του παράλιου τείχους της Σάμης, επί της οδού Ναυαρίνου, στο ΒΑ άκρο της πόλης. Στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. επεκτάθηκε το τείχος στα δυτικά, στην πλευρά της θάλασσας, συνδέοντας το βόρειο και το νότιο σκέλος της οχύρωσης.
Το τείχος που κατέρχεται τη νότια πλαγιά του «Παλιόκαστρου», «arx major» και στο βάθος η μονή των Αγίων Φανέντων.
Goodisson W. A historical and topographical Εssay upon the Islands of Corfou, Leucadia, Cephalonia, Ithaca, and Zante: with Remarks upon the Character, Manners, and Customs of the Ionian Greeks; Descriptions of the Scenery and Remains of Antiquity discovered therein, and Reflections upon the Cyclopean Ruins. Illustrated by Maps and Sketches, London 1822, 152.
Η κλασική πόλη της Σάμης, κατά το πρότυπο των πόλεων κρατών του ελληνικού χώρου της εποχής διέθετε μία ισχυρή οχύρωση, η οποία υποδεικνύει την αναγκαιότητα προστασίας των κατοίκων της κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο, από εξωτερικές απειλές. Στους αντιπάλους της Σάμης θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται κατά καιρούς ακόμη και οι άλλες πόλεις της Κεφαλονιάς.
Η ακρόπολη ορθώνεται τους λόφους Παλιόκαστρο» ή «arx major» (όπως αναφέρεται από τον Λίβιο κατά την περιγραφή της πολιορκίας της Σάμης από τους Ρωμαίους) και «Άγιοι Φανέντες» ή Κύατις, ανατολικά/ βορειοανατολικά της σύγχρονης πόλης, όπου μεταξύ των δύο λόφων διέρχεται βαθιά κοιλάδα. Η οχύρωση ενισχυόταν με ένα πύργο, εγκάρσια σκέλη στις πλαγιές των δύο λόφων και παράλιο τείχος για την προστασία από την πλευρά της θάλασσας, ενώ η είσοδος στο εσωτερικό της γινόταν από πέντε πύλες, εκ των οποίων καλύτερα διατηρείται η λεγόμενη ανατολική της μεγάλης ακρόπολης. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο έργο, το οποίο φαίνεται ότι ξεκίνησε τον 5ο αι. π.Χ., με επεκτάσεις και επισκευές, που αποτυπώνονται σε διαφορετικά συστήματα δόμησης, αλλά και μεταγενέστερες επεμβάσεις στο πέρασμα των αιώνων μέχρι και τους μεσαιωνικούς χρόνους, που συνδέονται με ιστορικές συγκυρίες και τις αντίστοιχες επιρροές που δέχεται τότε η πόλη από δυνάμεις που ήλεγχαν τις τύχες των ελληνικών πόλεων. Η ολοκλήρωση της οχύρωσης της αρχαίας πόλης, ανάγεται περίπου στο 300 π.Χ., με την ανέγερση του παράλιου τείχους, για την προστασία της από τη θάλασσα. Υλικό κατασκευής αποτελεί το ασβεστολιθικό πέτρωμα της περιοχής, για λόγους προφανώς εξοικονόμησης χρόνου, κόπου και κόστους. Η έκταση και η μορφή της οχύρωσης προφανώς σχετίζεται με τον πληθυσμό της πόλης, αλλά και τα σημεία που η μορφή του εδάφους εξασφάλιζε την καλύτερη φυσική υποστήριξη των τειχών.
Από τις πιο αναγνώσιμες επεμβάσεις στην ακρόπολη είναι η ανέγερση της μονής των Αγίων Φανέντων στο εσωτερικό της οχύρωσης της Κυάτιδας. Μάλιστα, τμήμα των αρχαίων τειχών ενσωματώθηκε στον περίβολο της μονής, η οποία είχε φρουριακή μορφή.